-
1 Δημητρειος
См. также в других словарях:
δημήτρειος — δημήτρειος, ο (Α) [Δημήτηρ] αυτός που ανήκει στη Δήμητρα ή στη γη («τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῑοι Δημητρείους ὠνόμαζον τὸ παλαιόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
1 Δημητρειος
δημήτρειος — δημήτρειος, ο (Α) [Δημήτηρ] αυτός που ανήκει στη Δήμητρα ή στη γη («τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῑοι Δημητρείους ὠνόμαζον τὸ παλαιόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek